Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

νέρτεροι θ

См. также в других словарях:

  • νέρτεροι — νέρτερος lower masc nom/voc pl νέρτερος lower masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέρτερος — νέρτερος, έρα, ον, θηλ. και ος (Α) 1. κατώτερος («τὰ δ ὑπέρτερα νέρτερα θήσει», Αριστοφ.) 2. αυτός που ανήκει στον Κάτω Κόσμο, υποχθόνιος («νέρτεροι θεοί», Αισχύλ.) 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οί νέρτεροι οι νεκροί 4. φρ. α) «νερτέρα πλάξ» η… …   Dictionary of Greek

  • νερτεροδρόμος — νερτεροδρόμος, ὁ (Α) άγγελος τού Άδη, αγγελιαφόρος τών νεκρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερτεροι «νεκροί» + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. ιππο δρόμος, κυματο δρόμος] …   Dictionary of Greek

  • νερτερόμαντις — νερτερόμαντις, άντεως, ὁ (Μ) μάντης τών κατοίκων τού Κάτω Κόσμου, τών νεκρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέρτεροι «νεκροί» + μάντις] …   Dictionary of Greek

  • νερτερόμορφος — νερτερόμορφος, ον (Α) αυτός που έχει μορφή νεκρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέρτεροι «νεκροί» + μορφος (< μορφή), πρβλ. θεό μορφος, κυνό μορφος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»